Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

Αιώνια Ψυχή




Όλα είναι ανιαρά στη ζώνη του λυκόφως… φεύγουν και διαλύονται στη όψη του σπαθιού που ανυψώνεται μπροστά μου…
Και το ερώτημα που γίνεται απορία στο τι στροφή και κλίση να πάρει κάθε φορά. 
Του φευγιού σίγουρα… 

Τον Απρίλιο 1665 μπάρκαρα ναύτης σε ένα αγγλικό πλοίο στο αιγαίο. Γυρνάγαμε τα νησιά. Τους πουλάγαμε νερό σε βαρέλι.  
Την επόμενη χρονιά βρέθηκα στη Τεργέστη. Μια όμορφη και καλαίσθητη πόλη. Ασχολιόμουν με το εμπόριο βαμβακιού. Ταξίδευα συχνά στη Πάτρα και το έφερνα από κει για να πάει βόρεια Ευρώπη.
Ήταν Μάιος  1669  όταν πολέμησα  τους πειρατές της μεσογείου  με μία γαλέρα έξω από τη Μάλτα και τη Βαρκελώνη.
Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς εισήλθα στα φιορδ της Νορβηγίας και πάλευα  με κάτι τρολς ανάμεσα σε ποτάμια και βουνά.Δίπλα σε παγετώνες.
Οκτώβρης του 1708 και περπατούσα στα στενά της Πράγας, πέρναγα τη γέφυρα του Καρόλου ανάμεσα στα αγάλματα και πάνω από τον ποταμό Μολδάβα, νύχτα τα πάντα γύρω σκοτεινά ενώ με παρακολουθούσαν βλέμματα τριγύρω.
Τον Νοέμβρη του 1911 γεννήθηκε ο παππούς μου ο Δημήτρης. 100 χρόνια μετά παντρεύτηκα.Την ίδια βραδιά χόρεψα το πρώτο μου βαλς στη Βιέννη.

Δεκέμβρης   2012.Είμαι πλέον μία σύγχρονη εργαζόμενη παντρεμένη γυναίκα. 
Κόκκινα χαλιά κάτω από τα πόδια μου, απλώνονται σαν πιστοί υπηρέτες επισημαίνοντας το επίσημο των ημερών. Ημερών που τα παιδιά θαυμάζουν και οι μεγάλοι αναρωτιούνται. Στο τελείωμα ένα δέντρο φωτισμένο. Από αυτά των ημερών κι εκείνο που σε κάνουν να σκέφτεσαι και να ταξιδεύει ο  νους σε απέραντα πελάγη παιδικών αναμνήσεων και όχι μόνο.
Ακόμα νομίζω πως θα ξεκλειδώσει η πόρτα μόνη της και θα μπουν οι δικοί μου άνθρωποι. Ολοι αυτοί που γνώρισα αιώνες πριν. Σύζυγοι γονείς και φίλοι. Να με ρωτήσουν τι κάνω πως τα περνάω. Ίσως ναναι αυτό το δώρο μου ποιος ξέρει.  Κι εγώ θα είμαι εκεί στο καναπέ και θα βλέπω τον εαυτό μου να τους απαντάει και να τους αγκαλιάζει ενώ η ίδια θα κοιτάω προς το παράθυρο.   

Από το παράθυρο μου δε, πέφτει ένα αστέρι και ένα άλλο αμέσως μετά. Το φώς, μια αστραπιαία λάμψη  προς τα κάτω αφήνοντας σκόνη στο πέρασμα του. Κάτι σαν αστερόσκονη. Και μια ευχή. Μια γρήγορη ευχή εμπνέεται καθώς πρέπει να τηρήσει κανείς το πατροπαράδοτο. Κι εγώ μπλέκομαι στις ευχές κάθε φορά. Και δεν εύχομαι ποτέ αυτό που εύχονται οι άλλοι. Το μυαλό μου κολλάει. Τα κλάσματα δευτερολέπτων περνάνε. Μια μεγάλη αιώνια πάλη με τον χρόνο.

Κι ένα σπαθί κρεμασμένο στο τοίχο να με κοιτάει περήφανο για τις μάχες που δώσαμε μαζί και να με προκαλεί να το πάρω μαζί μου στο νέο ταξίδι. 

Μόνο που το παλτό μου έχει φθαρθεί από την πολυκαιρία. Καμιά φορά κρυώνω καμιά φορά ζεσταίνομαι. Τα παπούτσια κι αυτά σκονισμένα και τσαλακωμένα. Μπότες ψηλές που έχουν πατήσει σε εδάφη άγρια, αδίστακτα, μυστήρια. Κι ένα καπέλο με κλίση προς το βλέμμα μου. Ο ήλιος, ακόμα  υπάρχει, καμιά φορά σκύβει και με κοιτάει. Να δει αν υπάρχω και να μου πει να προχωρήσω και μετά φεύγει… 

Υπήρξα πάντα έργο σπάνιο της φύσης μου, είδος ιδιαίτερο , με αδυναμίες και περγαμηνές μοναδικές για την εποχή μου. 
Ζω πολλά χρόνια για να καταλάβω και ακόμα δεν έχω καταλάβει την υπαρξή μου…



                                                                     

0 Comments:

© free template 3 columns